τραγωδία
[traɣoˈðia]θηλυκό | Femininum, weiblich fμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Tragödieθηλυκό | Femininum, weiblich fτραγωδίατραγωδία
examples
- τραγωδία λόγω πλημμύραςHochwasserkatastropheθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τραγωδία σε ανθρακωρυχείοGrubenunglückουδέτερο | Neutrum, sächlich n