ανθρακωρυχείο
[anθrakoriˈçio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (Kohlen-)Bergwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich nανθρακωρυχείοKohlengrubeθηλυκό | Femininum, weiblich fανθρακωρυχείοανθρακωρυχείο