τεχνητός
[texniˈtos], τεχνητή, τεχνητόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- τεχνητά δόντιαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplZahnersatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
- τεχνητή γονιμοποίησηθηλυκό | Femininum, weiblich fkünstliche Befruchtungθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples