„οδοντοστοιχία“: θηλυκό οδοντοστοιχία [oðontostiˈçia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zahnreihe, Gebiss, Gebiss Zahnreiheθηλυκό | Femininum, weiblich f οδοντοστοιχία Gebissουδέτερο | Neutrum, sächlich n οδοντοστοιχία οδοντοστοιχία Gebissουδέτερο | Neutrum, sächlich n οδοντοστοιχία τεχνητή οδοντοστοιχία τεχνητή