ταυτότητα
[tafˈtotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- völlige Übereinstimmungθηλυκό | Femininum, weiblich fταυτότητα απόλυτη ομοιότηταταυτότητα απόλυτη ομοιότητα
- Identitätθηλυκό | Femininum, weiblich fταυτότητα μοναδικότητα ατόμουταυτότητα μοναδικότητα ατόμου
- Personalienπληθυντικός | Plural plταυτότητα προσωπικά στοιχείαταυτότητα προσωπικά στοιχεία
- (Personal-)Ausweisαρσενικό | Maskulinum, männlich mταυτότητα δελτίοταυτότητα δελτίο
examples
- έχετε ταυτότητα;
- ταυτότητα μέλουςMitgliedsausweisαρσενικό | Maskulinum, männlich mταυτότητα μέλους
- ταυτότητα σκύλουHundemarkeθηλυκό | Femininum, weiblich fταυτότητα σκύλου
- hide examplesshow examples