σχοινί
[sçiˈni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- σχοινί
- Tauουδέτερο | Neutrum, sächlich nσχοινί χοντρόσχοινί χοντρό
- (Wäsche-)Leineθηλυκό | Femininum, weiblich fσχοινί για τα ρούχασχοινί για τα ρούχα
examples
- σχοινί ασφαλείαςHalteseilουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- σχοινί ρυμούλκησηςAbschleppseilουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- σχοινί ρυμούλκησης ναυτικός όρος | Nautik, SchifffahrtναυτSchlepptauουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples