„Strick“: Maskulinum, männlich StrickMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σχοινί σχοινίNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Strick Strick examples wenn alle Stricke reißen in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig umgangssprachlich | οικείοumg στη χειρότερη περίπτωση wenn alle Stricke reißen in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig umgangssprachlich | οικείοumg