„Hochseil“: Neutrum, sächlich HochseilNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σχοινί σχοινοβασίας σχοινίNeutrum, sächlich | ουδέτερο n σχοινοβασίας Hochseil Hochseil