„σχετικά“: επίρρημα σχετικά [sçetiˈka]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) in Bezug, bezüglich in Bezug (με auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk) σχετικά bezüglich (μεγενική | Genitiv gen) σχετικά σχετικά examples σχετικά με … was … betrifft σχετικά με … σχετικά με την ερώτησή σας σας ειδοποιούμε ότι … Ihre Anfrage betreffend teilen wir Ihnen mit … σχετικά με την ερώτησή σας σας ειδοποιούμε ότι …