συμφωνία
[simfoˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Übereinstimmungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμφωνία ταύτιση απόψεωνσυμφωνία ταύτιση απόψεων
- Vereinbarungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμφωνία αμοιβαία υπόσχεσηAbmachungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμφωνία αμοιβαία υπόσχεσησυμφωνία αμοιβαία υπόσχεση
- Einverständnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυμφωνία συναίνεσησυμφωνία συναίνεση
- Einigungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμφωνία συνδιαλλαγήσυμφωνία συνδιαλλαγή
- Sinfonieθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμφωνία μουσσυμφωνία μουσ