„Gelüste“: Plural GelüstePlural | πληθυντικός pl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σφοδρός πόθος, δίψα, λαχτάρα σφοδρός πόθοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Gelüste δίψαFemininum, weiblich | θηλυκό f Gelüste λαχτάραFemininum, weiblich | θηλυκό f Gelüste Gelüste