στρώνω
[ˈstrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
στρώνω
[ˈstrono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -θηκα; -μένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich legenστρώνω καιρόςστρώνω καιρός
- στρώνω ρούχα
- glattgehenστρώνω εργασίαστρώνω εργασία