„στρίβω“: μεταβατικό ρήμα στρίβω [ˈstrivo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -φτηκα; -μμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) drehen drehen στρίβω κεφάλι στρίβω κεφάλι „στρίβω“: αμετάβατο ρήμα στρίβω [ˈstrivo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ψα; -φτηκα; -μμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich drehen, abbiegen sich drehen στρίβω στρίβω abbiegen (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk) στρίβω αυτοκίνητο | Autoαυτοκ στρίβω αυτοκίνητο | Autoαυτοκ examples στρίβω στη γωνία um die Ecke biegen στρίβω στη γωνία στρίβε! οικείο | umgangssprachlichοικ zieh Leine! στρίβε! οικείο | umgangssprachlichοικ μου στρίβει durchdrehen μου στρίβει θα μου στρίψει! ich drehe noch durch! θα μου στρίψει! hide examplesshow examples