„abbiegen“: intransitives Verb abbiegenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) στρίβω, στρίβω, κάνω στροφή στρίβω abbiegen Auto | αυτοκίνητοAUTO abbiegen Auto | αυτοκίνητοAUTO στρίβω, κάνω στροφή abbiegen Straße abbiegen Straße