„στοματικός“ στοματικός [stomatiˈkos], στοματική, στοματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) oral oral στοματικός στοματικός examples στοματική κοιλότηταθηλυκό | Femininum, weiblich f Mundhöhleθηλυκό | Femininum, weiblich f στοματική κοιλότηταθηλυκό | Femininum, weiblich f στοματική υγιεινήθηλυκό | Femininum, weiblich f Mundpflegeθηλυκό | Femininum, weiblich f στοματική υγιεινήθηλυκό | Femininum, weiblich f στοματικό σεξουδέτερο | Neutrum, sächlich n Oralsexαρσενικό | Maskulinum, männlich m στοματικό σεξουδέτερο | Neutrum, sächlich n στοματικός έρωταςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Oralverkehrαρσενικό | Maskulinum, männlich m στοματικός έρωταςαρσενικό | Maskulinum, männlich m hide examplesshow examples