„Oralsex“: Maskulinum, männlich OralsexMaskulinum, männlich | αρσενικό m umgangssprachlich | οικείοumg Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) στοματικό σεξ στοματικό σεξNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Oralsex Oralsex