„Mundhöhle“: Femininum, weiblich MundhöhleFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) στοματική κοιλότητα στοματική κοιλότηταFemininum, weiblich | θηλυκό f Mundhöhle Mundhöhle