στάση
[ˈstasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Haltαρσενικό | Maskulinum, männlich mστάση σταμάτημαστάση σταμάτημα
- Haltenουδέτερο | Neutrum, sächlich nστάση οχήματοςστάση οχήματος
- Haltestelleθηλυκό | Femininum, weiblich fστάση λεωφορείου για να κατεβεί κανείςStationθηλυκό | Femininum, weiblich fστάση λεωφορείου για να κατεβεί κανείςστάση λεωφορείου για να κατεβεί κανείς
- (Körper-)Stellungθηλυκό | Femininum, weiblich fστάση του σώματοςKörperhaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fστάση του σώματοςστάση του σώματος
- Einstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fστάση άποψηPositionθηλυκό | Femininum, weiblich fστάση άποψηστάση άποψη
- Haltungθηλυκό | Femininum, weiblich fστάση συμπεριφοράστάση συμπεριφορά
- Meutereiθηλυκό | Femininum, weiblich fστάση επανάστασηστάση επανάσταση
examples
-
- Arbeitsauffassungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- στάση έκτακτης ανάγκηςNotbremsungθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples