„Notbremsung“: Femininum, weiblich NotbremsungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) στάση έκτακτης ανάγκης στάσηFemininum, weiblich | θηλυκό f έκτακτης ανάγκης Notbremsung Notbremsung