στάθμη
[ˈstaθmi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Spiegelαρσενικό | Maskulinum, männlich mστάθμηστάθμη
examples
- στάθμη λαδιού (κινητήρα)Ölstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- στάθμη νερούPegelαρσενικό | Maskulinum, männlich mPegelstandαρσενικό | Maskulinum, männlich mWasserspiegelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples