σοβαρός
[sovaˈros], σοβαρή, σοβαρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- σοβαρός ύφος, χαρακτήρας, κατάσταση
- seriösσοβαρός αξιόπιστοςσοβαρός αξιόπιστος
- gravierendσοβαρός λάθοςσοβαρός λάθος
- erheblichσοβαρός ζημίασοβαρός ζημία
- wichtigσοβαρός υπόθεσησοβαρός υπόθεση
- schwerσοβαρός ατύχημασοβαρός ατύχημα