σαραβαλιασμένος
[saravaliazˈmenos], σαραβαλιασμένη, σαραβαλιασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schrottreifσαραβαλιασμένοςσαραβαλιασμένος
examples
- σαραβαλιασμένο αυτοκίνητοουδέτερο | Neutrum, sächlich nSchrottautoουδέτερο | Neutrum, sächlich n