„ραδίκι“: ουδέτερο ραδίκι [raˈðikji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Endivie Endivieθηλυκό | Femininum, weiblich f ραδίκι βοτανική | Botanikβοτ ραδίκι βοτανική | Botanikβοτ examples βλέπω τα ραδίκια ανάποδα sich die Radieschen von unten besehen βλέπω τα ραδίκια ανάποδα