„Meer“: Neutrum, sächlich MeerNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e>auch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) θάλασσα, πέλαγος θάλασσαFemininum, weiblich | θηλυκό f Meer Meer πέλαγοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Meer offenesauch | και, επίσης a. Meer offenesauch | και, επίσης a.