πρωτεύων
[proˈtevon], πρωτεύουσα, πρωτεύονεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Haupt-πρωτεύωνπρωτεύων
examples
- πρωτεύον είδοςουδέτερο | Neutrum, sächlich nPrachtexemplarουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- πρωτεύον θηλαστικόουδέτερο | Neutrum, sächlich n ζωολογία | ZoologieζωολPrimatαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πρωτεύουσα σιδηροδρομική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich fHauptstreckeθηλυκό | Femininum, weiblich f