„Primat“: Maskulinum, männlich PrimatMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-en; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πρωτεύον θηλαστικό πρωτεύον θηλαστικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Primat Zoologie | ζωολογίαZOOL Primat Zoologie | ζωολογίαZOOL