Greek-German translation for "προσωπικός"

"προσωπικός" German translation

προσωπικός
[prosopiˈkos], προσωπική, προσωπικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • persönlich
    προσωπικός ενός ατόμου
    προσωπικός ενός ατόμου
  • privat
    προσωπικός όχι δημόσιος
    προσωπικός όχι δημόσιος
  • intim
    προσωπικός σκέψεις
    προσωπικός σκέψεις
examples
  • προσωπικά δεδομέναπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
    persönliche Datenπληθυντικός | Plural pl
    προσωπικά δεδομέναπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
  • προσωπικά στοιχείαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
    Personalangabenπληθυντικός | Plural pl
    προσωπικά στοιχείαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
  • προσωπικά χαρακτηριστικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
    Soft Skillsπληθυντικός | Plural pl
    προσωπικά χαρακτηριστικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
  • hide examplesshow examples

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: