„προσωπικά“: πληθυντικός ουδετέρου προσωπικά [prosopiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Privatangelegenheiten, Meinungsverschiedenheiten Privatangelegenheitenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl προσωπικά προσωπικά Meinungsverschiedenheitenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl προσωπικά διαφορές προσωπικά διαφορές