Bestleistung
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- καλύτερη επίδοσηFemininum, weiblich | θηλυκό fBestleistung besonders | ιδίως, ιδιαίτεραbesonders Sport | αθλητισμόςSPORTBestleistung besonders | ιδίως, ιδιαίτεραbesonders Sport | αθλητισμόςSPORT