Greek-German translation for "πραγματικός"

"πραγματικός" German translation

πραγματικός
[praɣmatiˈkos], πραγματική, πραγματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • wirklich, tatsächlich
    πραγματικός
    πραγματικός
  • reell
    πραγματικός μαθηματικά | Mathematikμαθ φυσ
    πραγματικός μαθηματικά | Mathematikμαθ φυσ
examples
  • πραγματικά περιστατικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
    Tatbestandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    πραγματικά περιστατικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
  • πραγματική αξίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
    Sachwertαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    πραγματική αξίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
  • πραγματικός μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    Effektivlohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    πραγματικός μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
  • hide examplesshow examples

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: