Echtzeit
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- πραγματικός χρόνοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mEchtzeit Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTEchtzeit Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT