πολεμικός
[polemiˈkos], πολεμική, πολεμικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kriegs-πολεμικόςπολεμικός
- kriegerischπολεμικός φιλοπόλεμοςπολεμικός φιλοπόλεμος
- polemischπολεμικός ύφος, λόγοςπολεμικός ύφος, λόγος
examples
- πολεμικές δυνάμειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατBordwaffenπληθυντικός | Plural pl
- πολεμικές τέχνεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplKampfsportartenπληθυντικός | Plural pl
- πολεμική ανταποκρίτριαθηλυκό | Femininum, weiblich fKriegsberichterstatterinθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples