ανταποκριτής
[andapokriˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Korrespondentαρσενικό | Maskulinum, männlich mανταποκριτήςανταποκριτής
examples
- ανταποκριτής εξωτερικούAuslandskorrespondentαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ανταποκριτής εφημερίδαςZeitungskorrespondentαρσενικό | Maskulinum, männlich m