„Kriegsgerät“: Neutrum, sächlich KriegsgerätNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πολεμικός εξοπλισμός πολεμικός εξοπλισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Kriegsgerät Kriegsgerät