πλήρως
[ˈpliros]επίρρημα | Adverb advOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- vollπλήρωςπλήρως
examples
- πλήρως ανεπτυγμένος
- πλήρως απασχολημένος
- πλήρως αυτοματοποιημένος
hide examplesshow examples