ανεπτυγμένος
[aneptiɣˈmenos], ανεπτυγμένη, ανεπτυγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- fortgeschritten, entwickeltανεπτυγμένοςανεπτυγμένος
Thank you for your feedback!