„πισώπλατα“: επίρρημα πισώπλατα [piˈsoplata]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) jemandem in den Rücken fallen examples την φέρνω πισώπλατα σε κάποιον jemandem in den Rücken fallen την φέρνω πισώπλατα σε κάποιον