πας
[pas]αντωνυμία | Pronomen pron <πάσα; παν; γενική | Genitivgen; παντός>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ganzπας ολόκληρος, όλοςπας ολόκληρος, όλος
- jede(r, s)πας καθέναςπας καθένας
- alleπας πληθυντικός | Pluralpl όλοιπας πληθυντικός | Pluralpl όλοι
examples