παρκάρισμα
[parˈkarizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Parkenουδέτερο | Neutrum, sächlich nπαρκάρισμαπαρκάρισμα
examples
- απαγορεύεται το παρκάρισμα!Parken verboten!