„parken“: transitives Verb | intransitives Verb parkentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t &intransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) παρκάρω, σταθμεύω παρκάρω, σταθμεύω parken parken examples falsch parken παρκάρω παράνομα falsch parken
„Parken“: Neutrum, sächlich ParkenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) παρκάρισμα, στάθμευση παρκάρισμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Parken στάθμευσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Parken Parken examples Parken verboten! απαγορεύεται το παρκάρισμα!, απαγορεύεται η στάθμευση! Parken verboten!