παραλία
[paraˈlia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Strandαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαραλία πλαζ, αμμουδιάπαραλία πλαζ, αμμουδιά
- Küsteθηλυκό | Femininum, weiblich fπαραλία παράλιαπαραλία παράλια
examples
- στην παραλίαam Strand
- παραλία με βότσαλαKieselstrandαρσενικό | Maskulinum, männlich m