„Küste“: Femininum, weiblich KüsteFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ακτή, παραλία, παράλια, ακρογιαλιά ακτήFemininum, weiblich | θηλυκό f Küste παραλίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Küste παράλιαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Küste ακρογιαλιάFemininum, weiblich | θηλυκό f Küste Küste