παγωνιά
[paɣoˈɲa]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Frostαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαγωνιάπαγωνιά
- Eiseskälteθηλυκό | Femininum, weiblich fπαγωνιά υπερβολικό κρύοπαγωνιά υπερβολικό κρύο
examples
- κάνει παγωνιάes herrscht Frost
- έχει παγωνιάes friert
- παγωνιά στο έδαφοςBodenfrostαρσενικό | Maskulinum, männlich m