έδαφος
[ˈeðafos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Erdbodenαρσενικό | Maskulinum, männlich mέδαφοςέδαφος
- Geländeουδέτερο | Neutrum, sächlich nέδαφος πεδίοέδαφος πεδίο
- Bodenαρσενικό | Maskulinum, männlich mέδαφος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφέδαφος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
- έδαφος κράτουςStaatsgebietουδέτερο | Neutrum, sächlich n