Greek-German translation for "σόμπα"
"σόμπα" German translation
πήλινη σόμπαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Kachelofenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
πήλινη σόμπαθηλυκό | Femininum, weiblich f
θέρμανση με σόμπα
Ofenheizungθηλυκό | Femininum, weiblich f
θέρμανση με σόμπα