„ολοένα“: επίρρημα ολοένα [oloˈena]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ständig, fortwährend, stets ständig, fortwährend, stets ολοένα συνεχώς ολοένα συνεχώς examples ήθελα να ταξιδέψω στο εξωτερικό ολοένα και περισσότερο ich wollte immer mehr ins Ausland reisen ήθελα να ταξιδέψω στο εξωτερικό ολοένα και περισσότερο γίνεται ολοένα και καλύτερος er wird immer besser γίνεται ολοένα και καλύτερος