„Ausland“: Neutrum, sächlich AuslandNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εξωτερικό εξωτερικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Ausland Ausland examples im/ins Ausland στο εξωτερικό im/ins Ausland