οικολογικός
[ikolojiˈkos], οικολογική, οικολογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ökologisch, Umwelt-οικολογικόςοικολογικός
examples
- οικολογική διαχείρισηθηλυκό | Femininum, weiblich fUmweltmanagementουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- οικολογική γεωργίαθηλυκό | Femininum, weiblich fökologischer Anbauαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
hide examplesshow examples