καλλιέργεια
[kaliˈerjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bebauungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαλλιέργεια γηςκαλλιέργεια γης
- Anbauαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαλλιέργεια φυτώνκαλλιέργεια φυτών
- Züchtungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαλλιέργεια μαργαριταριώνκαλλιέργεια μαργαριταριών
- Kulturθηλυκό | Femininum, weiblich fκαλλιέργεια παιδείαKultiviertheitθηλυκό | Femininum, weiblich fκαλλιέργεια παιδείακαλλιέργεια παιδεία
- Pflegeθηλυκό | Femininum, weiblich fκαλλιέργεια γλώσσας, επιστήμηςκαλλιέργεια γλώσσας, επιστήμης
examples
- καλλιέργεια βακτηρίωνBakterienkulturθηλυκό | Femininum, weiblich f
- καλλιέργεια λαχανικώνGemüseanbauαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- καλλιέργεια λυκίσκουHopfenanbauαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples