„Umweltmanagement“: Neutrum, sächlich UmweltmanagementNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) οικολογική διαχείριση οικολογική διαχείρισηFemininum, weiblich | θηλυκό f Umweltmanagement Umweltmanagement